-
1 οὐλομελίη
A wholeness of limbs: hence, the general nature of a thing,περὶ ἀδένων οὐλομελίης Hp.Art.11
, Gland. 1 and 7, also cited by Gal.UP1.8: dat. οὐλομελίῃ, as Adv., = καθόλου, upon the whole, Hsch.; so κατὰ οὐλομελίην, opp. κατὰ μέρος, Hp.Alim. 23.—In Arist.Metaph. 1093b4, codd. have τῇ οὐλομελείᾳ τοῦ οὐρανοῦ (leg. ὁλομελείᾳ, as in Theol.Ar.36), to the whole celestial system.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐλομελίη
См. также в других словарях:
ουλομελίη — οὐλομελίη, ἡ (Α) 1. η ολομέλια*, η αρτιμέλεια, η ολότητα τών μελών και, κατ επέκτ., η γενική φύση ενός πράγματος 2. (η δοτ. ως επίρρ.) οὐλομελίῃ (κατά τον Ησύχ.) «καθόλου, συλλήβδην» 3. φρ. «κατὰ οὐλομελίην» γενικώς, συνολικώς … Dictionary of Greek